• 08/02/2025

Στη Βενετία ο Γούντι Αλεν, ενώ συνεχίζεται το Κινηματογραφικό Φεστιβάλ

Μπορεί να πήγε κρυφά και να απέφυγε να επισκεφτεί το Λίντο και την 73η Μόστρα του Κινηματογράφου, η παρουσία όμως του Γούντι Άλεν στην πόλη της Βενετίας δεν έμεινε τελικά μυστική.

Παρουσία που τελικά έχει σχέση με το Φεστιβάλ μια και ο διάσημος Αμερικανός σκηνοθέτης/κωμικός βρέθηκε στη Βενετία για να συμβάλει, καταθέτοντας τη δική του άποψη για το διάσημο Ιταλό διευθυντή φωτογραφίας, φίλο και τακτικό του συνεργάτη, Κάρλο Ντι Πάλμα, στο ντοκιμαντέρ που γυρίζεται στην πόλη των Δόγηδων, και το οποίο πρόκειται να προβληθεί στο πλαίσιο της Μόστρας.

Εκεί τον ανακάλυψαν και τα ιταλικά μίντια τα οποία δεν κατάφερε να αποφύγει να δώσει συνέντευξη τόσο για τη νέα του ταινία, «Cafe Society», που ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει στις ιταλικές αίθουσες, αλλά και για αυτά που ετοιμάζει στο μέλλον (όπως ανάφερε, πρόκειται για μια ταινία που θα γυριστεί στην Ιταλία, αν και απέφυγε να δώσει λεπτομέρειες για το θέμα της), όσο και για τον υποψήφιο Πρόεδρο στις ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ. Ο Γούντι `Αλεν ανέφερε συγκεκριμένα πως «οι Αμερικανοί δεν πρόκειται ποτέ να τον ψηφίσουν Πρόεδρο».

Μπορεί ο Γούντι Άλεν να μην διασχίσει το κόκκινο χαλί της Μόστρας, σ΄ αυτό όμως περπάτησαν οι πρόσφατα αφιχθέντες σταρ, ανάμεσά τους οι Τζουντ Λο, Τζέιμς Φράνκο, Σεσίλ Ντε Φρανς, Ντακότα Φάνινγκ, Σκοτ Σέπερντ και Λουντιβίν Σανιέ.

Δυο απλοί άνθρωποι, θύματα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, που προσπαθούν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους, στην ταινία «Φραντζ» του Γάλλου Φρανσουά Οζόν, μια ιδιαίτερα ρεαλιστική εικόνα της Άγριας Δύσης, μέσα από το δράμα μιας μουγγής μαμμής, στην ταινία «Brimstone» του Μάρτιν Κουλχόφεν και μια άλλη, ανατρεπτική, σατιρική ματιά πάνω στο  Βατικανό, μέσα από τη ζωή ενός μυθιστορηματικού Αμερικανού Πάπα, στην τηλεοπτική μίνι-σειρά «Ο νεαρός Πάπας» του Ιταλού Πάολο Σορεντίνο, ήταν τα θέματα των ταινιών κατά τη χθεσινή ημέρα στο 73ο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Βενετίας.

Στην ταινία του Οζόν, με φόντο μια μικρή γερμανική πόλη, ένα χρόνο μετά την ανακωχή και τη συνθήκη των Βερσαλλιών, η Αννα εξακολουθεί να θρηνεί το θάνατο, στον πόλεμο, του νεαρού μνηστήρα της, Φραντζ. Ξαφνικά, μια μέρα, θα ανακαλύψει πως δεν είναι η μόνη επισκέπτρια που βάζει λουλούδια στον τάφο του Φραντζ. Τον τάφο επισκέπτεται καθημερινά και ένας βετεράνος του πολέμου, από την άλλη «όχθη», ο Γάλλος Αντριέν, που κάποια στιγμή θα εκμυστηρευτεί σ΄ αυτήν και τους γονείς του Φραντζ, πως ήταν φίλος με το νεκρό, όταν σπούδαζαν στο Παρίσι.

Η ιστορία της ταινίας ξεκίνησε αρχικά ως θεατρικό έργο που, το 1931, στη χολιγουντιανή του περίοδο, ο μεγάλος Γερμανός σκηνοθέτης Έρνστ Λούμπιτς μετέτρεψε σε ένα ωραίο μελόδραμα, κάλεσμα ταυτόχρονα για ειρηνισμό, με τον τίτλο «Broken Lullaby». Στη δική του ταινία, με ένα δεύτερο μέρος που πρόσθεσε ο ίδιος (εκείνο της Αννας που πάει στο Παρίσι σε αναζήτηση του Αντριέν) ο Οζόν, εκτός από το θέμα της αποδοχής της ήττας αλλά και της συμφιλίωσης, πράγμα που δεν ήταν εύκολο σε μια χώρα που ήταν αναγκασμένη να δεχτεί την ταπεινωτική συνθήκη των Βερσαλλιών (που όπως γνωρίζουμε θα οδηγήσει στον Χίτλερ και το φασισμό), στρέφεται και σε θέματα όπως αυτό του έρωτα (διπλού στην περίπτωση, της Αννας, έρωτα για το νεκρό μνηστήρα και, στη συνέχεια, για τον Αντριέν), των ενοχών αλλά και του ψέματος και της συγγνώμης.

Ο Οζόν αφηγείται την ιστορία του με έκπληκτική άνεση, με σκηνές στιλιζαρισμένες, χωρίς να αρνείται το κλασικό μελόδραμα, με μια κάμερα που αφήνει χώρο στα άτομα να αναπνεύσουν, με τα τρία βασικά του πρόσωπά να κινούνται σε χώρους, φωτογραφημένους σε μαυρόασπρο φιλμ, που τονίζει τα αισθήματα και τις θλιβερές καταστάσεις που κυριαρχούν στο μεγαλύτερο τμήμα της ταινίας, με εξαίρεση ορισμένες σκηνές ηρεμίας και χαράς (ιδιαίτερα στους περιπάτους στο δάσος και στο ποτάμι του ζευγαριού Άννας-Αντριέν) που γυρίστηκαν σε έγχρωμο φιλμ.

Στο πνεύμα του σύγχρονου γουέστερν αλλά και μιας πλατύτερης ερμηνείας των μύθων του Φαρ Ουέστ, κινείται ο Ολλανδός σκηνοθέτης Μάρτιν Κουλχόφεν (δημιουργός της βραβευμένης σε διάφορα φεστιβάλ ταινίας, «Χειμώνας σε περίοδο πολέμου»), για να αφηγηθεί την ιστορία της Λιζ (Ντακότα Φάνινγκ), μιας μουγγής μαμμής, η οποία, μαζί με την οικογένειά της, γίνεται στόχος ενός φανατικού, διαβολικού ιεροκήρυκα, στην αμερικανική Δύση στα τέλη του 19ου αιώνα.

Ο Κουλχόφεν αφηγείται την ιστορία του μέσα από τέσσερα κεφάλαια, καταγράφοντας, μέσα από εικαστικά λαμπρές εικόνες, ολόκληρη μια εποχή, εποχή ανεξέλεγκτης βίας (η ταινία περιέχει μερικές από τις πιο φριχτές σκηνές ωμότητας), θρησκευτικού φανατισμού καθώς και φριχτής εκμετάλλευσης της γυναίκας (σε σκηνές που θυμίζουν μεσαίωνα), με το ρόλο της ηρωίδας που φτιάχνει η Ντακότα Φάνινγκ να παίρνει θέση ανάμεσα στους καλύτερους γυναικείους ρόλους που μας έχει δώσει το γούεστερν.

`Οπως και στο παρελθόν με άλλες τηλεοπτικές σειρές («Berlin-Alexanderplatz», «Μίλντρεντ Πίαρς»), στο φεστιβάλ της Βενετίας αρέσει να συμπεριλαμβάνει τηλεοπτικές μίνι-σειρές στο πρόγραμμά του. Τη φορά αυτή, επέλεξε τον αγγλόφωνο «Νεαρό Πάπα» (The Young Pope), μια δέκα επεισοδίων σειρά γύρω από το Βατικανό και την πολιτική του, σκηνοθετημένη από τον Ιταλό Πάολο Σορεντίνο (Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας για την «Τέλεια ομορφιά»).

Επίκεντρο, ένας νέος, ο 47χρονος Λάρι, τη φορά αυτή Αμερικανός (πρόκειται για φανταστικό πρόσωπο, αλλά και παλιότερα, στις ταινίες είχαμε φανταστικούς μαύρους Προεδρους των ΗΠΑ πριν φτάσουμε στον Ομπάμα), που γίνεται ο Πάπας Πίος ΧIII. Θα τον πρωτογνωρίσουμε μέσα από ένα σουρεαλιστικό ανατρεπτικό, φελινικό στη σύλληψή του, όνειρο – με τον Πάπα να σέρνεται και να βγαίνει μέσα από ένα τεράστιο σωρό μωρά που κοιμούνται το ένα δίπλα στο άλλο, ενώ στη συνέχεια βγάζει τον πρώτο του λόγο στους χιλιάδες αλαλάζοντες πιστούς τονίζοντας πως από δω και πέρα τους επιτρέπει τα πάντα, από τον ελεύθερο έρωτα και τον αυνανσιμό μέχρι το γάμο των γκέι.

Στα πρώτα δυο επεισόδια που παρουσίασε το φεστιβάλ, ο Πάπας του Σορεντίνο αποδείχτηκε ένας υπεροπτικός, επαρμένος με την εξουσία νέος, που, με βοηθό μια γηραιά καλόγρια, την Αδελφή Μαίρη (Νταϊάν Κίτον), που τον μεγάλωσε, προσπαθεί να αλλάξει συθέμελα το Βατικανό, και ο Τζουντ Λο κατάφερε να συνδυάσει τέλεια την ελκυστική, σέξι πλευρά του με εκείνη του πονηρού, αυθάδη, αλαζονικού νέου, που έρχεται σε σύγκρουση με το κατεστημένο.

Στην τελική προς τους πιστούς ομιλία του, που δίνει και μια εικόνα του τι θα επακολουθήσει στα επόμενα επεισόδια, σε αντίθεση με τις μειλίχιες, ειρηνικές ομιλίες των προκατόχων του, ο Πάπας του Τζουντ Λο επιλέγει μια επιθετική απέναντι στο ποίμνιό του, στάση, που αποκαλύπτει και τις αμφιβολίες του για την ίδια την πίστη του. Με ένα παρόμοιο με το «Il Divo» του στιλιζάρισμα, με φελινικές εξάρσεις αλλά και με την ίδια καυστική, σατιρική διάθεση, ο Σορεντίνο έφτιαξε ένα Πάπα, σίγουρα πολύ πιο επιθετικό και ανατρεπτικό από το «Habedmus Papam» του Νάνι Μορέτι.

Πηγή: ΚΥΠΕ 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *